ηθοποιία

ηθοποιία
η
1. διαμόρφωση ηθικών χαρακτήρων.
2. τέχνη του ηθοποιού, υποκριτική τέχνη: Η ηθοποιία του πρωταγωνιστή ήταν απαράμιλλη.
3. τέλεια αναπαράσταση των προσώπων στη λογοτεχνία, έτσι που οι σκέψεις και οι πράξεις τους να συμφωνούν απόλυτα με όσα λένε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἠθοποιία — ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc/acc dual ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθοποιίᾳ — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… …   Dictionary of Greek

  • ἠθοποιίας — ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem acc pl ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθοποιίαι — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθοποιίαν — ἠθοποιίᾱν , ἠθοποιία formation of character fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθοποιιῶν — ἠθοποιία formation of character fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθοποιίαις — ἠθοποιία formation of character fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”