ἠθοποιία — ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc/acc dual ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίᾳ — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… … Dictionary of Greek
ἠθοποιίας — ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem acc pl ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαι — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαν — ἠθοποιίᾱν , ἠθοποιία formation of character fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιιῶν — ἠθοποιία formation of character fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαις — ἠθοποιία formation of character fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… … Dictionary of Greek